- ερημοκκλήσι
- και ρημοκ(κ)λήσι και ερημόκ(κ)λησο και ερμοκλήσι, το και ερημοκ(κ)λησιά και ερμο(κ)κλησιά, η (Μ ἐρημοκκλήσι)μικρή εξοχική εκκλησία που δεν ανήκει σε ενοριακή περιφέρεια, εξωκκλήσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + -κκλήσι (< εκκλησία)πρβλ. (ε)ξω-κκλήσι].
Dictionary of Greek. 2013.